Τρίτη 27 Απριλίου 2010

όσα δέρνει ο άνεμος

Εντάξει, είχα ακούσει πως η ψυχοθεραπεία είναι δύσκολη, αλλά τώρα που το βιώνω μπορώ να πω πως δεν είναι καθόλου ωραίο. Δε με πιάνει η κλασσική μίρλα, αντιθέτως, πραγματοποιώ αλλαγές τάχιστα. Μέχρι που και η φράου γκεστάλτ μου είπε πως συγκινείται επειδή παλεύω μόνος μου, λέει.
Ναι. Μολαταύτα, χθες ανακαλύψαμε λάσπη ετών και δεν ήταν ό,τι πιο ευχάριστο για μία μέρα που φυσούσε δαιμονισμένα [όχι ότι σήμερα φυσάει λιγότερο] και χτυπούσαν τα παράθυρα και το απέναντι οικοδομικό τετράγωνο ξεριζώθηκε και στροβιλιζόμενο σαν πλυντήριο προσγειώθηκε στην παλλήνη και ένα άλογο χτύπησε στο παράθυρό μου κι έγινε άμορφη μάζα σιδηρικώνε και όλη τη νύχτα άκουγα τα ντάγκα-ντούγκα-ντρίγκι ντρίγκι μάνα μου και κουλουριαζόμανε στο πάπλωμα και δεν μπορούσα να κουνηθώ, παρά μόνο έμενα με τα μάτια ορθάνοιχτα μέχρι που έτσουζαν και δεν μπορούσα να δω τίποτα, όχι ότι είμαι κανένα σούπερ χίρο και μπορώ να δω σε σκοτάδια και μέσα από τοίχους αλλά όσο να πεις κάτι βλέπω κι εγώ μες στο έρεβος και τα παράθυρα -όλου του τετραγώνου- συνέχιζαν να χτυπούν και κάθε φορά πεταγόμουν, μα βγήκε ο ήλιος και μπόρεσα να ηρεμήσω σχετικά μα και πάλι είχα για ρούχο μου το φόβο που η φράου μου έβγαλε στην επιφάνεια και δεν μπορούσα να κουνηθώ, μήτε καλά καλά να αναπνεύσω, κάτι που μοιάζει με κρίση πανικού αλλά στο πιο σικ.
Με δυο λόγια, αυτό το γκεστάλτ καλό, χρυσό, αλλά το να φοβάμαι να κοιμηθώ ξεπερνά κάθε όριο. Μου φαίνεται παράξενο το να έχω κι εγώ κάτι πιο σοβαρό μέσα μου απ'το "πόσο ταράχτηκα που κόπηκα στις εξετάσεις του εθνικού". Και να φοβάμαι, να μου βγαίνουν ευαισθησίες. Θα μου πεις, εδώ βγήκανε στην καιτούλα τη γαρμπή
*παρένθεση

κλείνει η παρένθεση*
γιατί όχι και σ'εμένα; Βέβαια αυτηνής οι ευαισθησίες είναι διαφορετικές απ'ότι βλέπω. Θα γράψω τραγούδι για τη δυσανεξία στη λακτόζη, θαρρώ πως θα βρω κοινό.

Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

φρίκη friday

Λεωφορείο του ΟΑΣΑ. Πίσω θέσεις. Εγώ. Απαστράπτων, μουνίμως. Απέναντί μου αυτές. Που ποτέ δε θέλεις να έχεις για συνεπιβάτιδες. Φωνή-υπέρηχος. Μαλλί βγαλμένο από βίδεο κλιπ των σταβέντο [το "μέσα σου", φορ δε ρέκορδ]. Νύχια κόπυ-πέιστ από τσόντα του φίλμνετ. Ροζ. Σιχαμένο, μιαρό ροζ, σαν μπουκαμβίλια σε κλιμακτήριο. Παντελόνι τζιν. Η μία μαύρο, χωμένο σε καφέ μπότες. Η άλλη μπλε, θρονιασμένο σε γόβα με ευμεγέθη φιόγκο κι ένα ψευδοσβαρόφσκι στη μέση.
Κατεβαίνουμε Σύνταγμα. Πάω προς το μετρό, με την ελπίδα πως θα τις χάσω. Με ακολουθούν. Γιατί;
Μπαίνω στο μετρό κινούμενος προς Αιγάλεω, με την ελπίδα πως θα τις χάσω. Με ακολουθούν. Γιατί;
Κατεβαίνω Μοναστηράκι, με την ελπίδα πως θα κατέβουν Ελαιώνα. Με ακολουθούν. Γιατί;
Τρέχω στα στάρμπαξ της Μητροπόλεως, με την ελπίδα πως δεν ξέρουν τι είναι. Με ακολουθούν. Γιατί;
Κάθομαι σε ένα τραπέζι και τις έχω απέναντί μου. Η μία φοράει κουφετί παλτό. ΓΙΑΤΙ;
Την κοιτάω. Με εμπνέει. Θα γράψω:

..::Ωδή στην ηλίθια::..
Αυτή η κούρμπα που κάνει το μαλλί σου,
αυτή η κούρμπα στηρίζει το γυαλί σου.
Αχ να'μουνα κουμπί στο ροζ παλτό σου,
ή έστω ψίχουλο του τοστ σου.
Ξεχειλίζουν δάχτυλα οι μπαλαρίνες σου
και το νερό σκοντάφτει στις τσαχίλες σου.
Μαύρο καφέ η τσάντα σου η longchamp,
θα σε κυκλοφορήσω στα elysees τα champs.
Φοβάμαι μόνο πως μυρίζεις μασχαλίλα
και στις εξόδους σου, φοράς μποτάκι fila.
Πάνω στην κούρμπα των μαλλιών σου,
βλέπω τα ίχνη των φιλιών σου.
Γιατί σταμάτησες να τρως το τοστ;
Σ'απασχολάει κάποιος γκομενόστ;
Συνέχισε να τρως το τοστ,
μην έρθω και το φάω εγώστ.
Καλά που δάγκωσες ξανά το τοστ,
και δε σου το'φαγα εγώστ.
Άσε που ήρθε η ώρα πια,
να πω του τοστ σου ένα γεια.
Κατάρα δίνω και ευχή,
αυτή σου η κούρμπα μη χαθεί.

Τρίτη 13 Απριλίου 2010

Λοβοτμήστε με

Πρόλογο για το ποστ δε βρίσκω. Πήγα για θέραπυ σήμερα και η φράου γκεστάλτ με ράπισε πολλάκις. Ανέκυψε θέμα βαρύ κι εγώ βγήκα απ'το νεοκλασσικό σε μια κατάσταση να με πάνε τέσσερις. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να επανέλθω, περπάτησα στην Πλάκα, η οποία ήταν γεμάτη από τουρίστες, μερικοί από τους οποίους θέλανε να με φωτογραφήσουνε κιόλας. Σου λέει "δις μαστ μπι δε ορίτζιναλ γκρικ σαϊκόζις". Το απέφυγα. Με τακτ.
Το θέραπυ έδρασε σήμερα σαν τουμποφλό μέσα μου και αφού εδέχθην τα ραπίσματα της φράου, συνέχισα να αυτοχαστουκίζομαι για το υπόλοιπο της ημέρας. Αυτό βέβαια δεν είναι καθόλου κακό, επειδή υποτίθεται πως τούτος εστί ο σκοπός του θέραπυ: η βελτίωση διά πυρός και σιδήρου.
Μέχρι στιγμής σκεφτόμουν πως στόχος του θέραπυ είναι επίσης η αποδέσμευση από κάθε ενοχή που με δέρνει και με καθιστά δυσλειτουργικό [ή απλά, βόδι]. Ωστόσο, σήμερα κατάλαβα ότι ένας ακόμα πιο σημαντικός στόχος είναι η συνειδητοποίηση του μεγαλείου της μαλακίας που με δέρνει.
Διότι δε μιλάμε απλώς για "ε μωρέ έχω κι εγώ μια μικρή μαλάκυνση". Μιλάμε για μαλακία. Μεγαλειώδη, πομπώδη, μασίφ μαλακία.
Συζητώντας προ ολίγου στο τελεφόν, έμαθα ότι η στάση μου σε συγκεκριμένες περιστάσεις, ομοιάζει μ'αυτήν ενός γιατρού που μπροστά σε έναν τραυματισμένο από αυτοκινητιστικό, πουχού, προτείνει ευθανασία. Βέβαια, επειδή είπαμε ότι μιλάμε για μαλακία από τις λίγες, εγώ είναι σαν να προτείνω ευθανασία και στο απλό κρυολόγημα. Το οποίο βάζει τον εκάστοτε ασθενή στη διαδικασία να πιστέψει πως η ζωή του έχει μηδαμινή σημασία και πως καρφί δε μου καίγεται ζήσει-πεθάνει [ασχέτως του ότι εμένα όχι απλά μου καίγεται καρφί, λιώνει κιόλας]. Μ'αρέσει που ο μπαμπάς μου ήθελε να γίνω γιατρός.
Είμαι πρωτεύον θηλαστικό, άρα ζώον. Δεν αντιλέγω. Απλώς πρέπει -όχι, θέλω- να σταματήσω να προβάλλω σε κάθε δυσκολία μία ντετερμινιστική στάση υπό μορφή ερώτησης, γιατί καταντώ γραφικός και επίσης είναι σαν να το προκαλώ. Δε θέλω να το προκαλώ. Θέλω χαρά και τσαχπινιά.
Να και μία wish-list που θα εξελίξω και θα κολλήσω στο ψυγείο μου ή στον τάφο μου:
-η ευθανασία δεν είναι λύση [αλλά η λία είναι βίσση. σόρρυ, κολλούσε]
-να μετριάσω τα νεύρα μου [για να μην καταντήσω "αυτή η ομίχλη του λονδίνου με πειράζει"]
-να αποβάλλω τον πανικό μου [με γερνά κιόλας]
-να κρατήσω το δράμα για τη σκηνή [ή για το χώρο του τέλος πάντων]
-να πίνω πολύ νερό.
Προφανώς η σχολή του υπαρξισμού έχει αρχίσει και πάλι τα μαθήματα μέσα μου κι αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό. Τουλάχιστον έχω τη θέληση να κινηθώ προς κάτι καλύτερο. Κι αυτό είναι δέσμευση.

Τώρα να πω και κάτι που απασχόλησε τη συνεδρία μας σήμερα: βλέπω τα πλέον βλακώδη όνειρα τελευταία και καταλήγουν να γίνονται εφιάλτες. Χθες είδα ότι με κυνηγούσε η Μιλένα Αποστολάκη, επειδή διέδιδα ότι μοιάζει με την έμιλυ ελίζαμπεθ, την ιδιοκτήτρια του κλίφορντ, του κόκκινου σκυλιού. Μεταξύ μας, δεν είχα και άδικο -κι εδώ αφήνω τις εικόνες να μιλήσουν:


Δηλαδή, οκέι, είστε ίδιες. Ποιο το πρόβλημά σας;

Σάββατο 3 Απριλίου 2010

Του νόου ας μπέτερ

Μετά από όλη αυτήν την αποχή [όπου συνειδητοποίησα το μέγεθος, το βάθος, την έκταση, την έξαψη της πλήρους άγνοιας επί οποιουδήποτε θέματος που με διακατέχει -κι ας θεωρούσα πως είχα ένα κάποιο ιντέλιτζενς, μάλλον διαφημιστικό κόλπο θα ήτο] αποφάσισα να επιστρέψω στα εγκόσμια και να μιλήσω για το αγαπημένο μέλος της οικογένειάς μου: την ξαδέρφη μου.
Η ξαδέρφη μου κι εγώ έχουμε το ίδιο ζώδιο. Προσωπικά, μετά από φωτογραφίες του γάμου της που είδα, είμαι πεπεισμένος πως έχουμε και το ίδιο φύλο, απλά η δική της [κληρονομική] γυναικομαστία, έφτασε ένα στάδιο πιο πάνω.
Μεγάλωσε στη Γερμανία. Από'κει κληρονόμησε την αισθητική και το λεπτό γούστο που τη χαρακτηρίζει. Γι'αυτό επέλεξε στην εκπνοή των νάιντυς να αγοράσει ένα σεκρετέρ, το οποίο υποθέτω πως ακόμα κρατά στο σπίτι της, ώστε σε περίπτωση σεισμού να χωθεί μέσα και να την ανακαλύψει η αρχαιολογική δυο αιώνες μετά.
Σπούδασε ιατρική στη Θεσσαλονίκη, επειδή με το σπαθί της κατάφερε να μπει αυτή, μια κόρη μεταναστών που ταλαιπωρούνται [η μάνα της ταξιδεύοντας όπου της καυλώσει κι ο μπαμπάς της τζογάροντας -μεγάλη ταλαιπώρια, όσο να πεις] και να τελειώσει με βαθμό πτυχίου επτά, αν ενθυμούμαι καλώς.
Οι δικοί μου ήσαν πάντα στο πλάι της: όταν πηδιόταν με το Σπύρο και δεν έπρεπε να το μάθει η μάνα της, όταν έδινε εξετάσεις και χάλασε την καρέκλα μου, όταν μου ζητούσε να τρέχω το βράδυ να της βρω τοστ και κοκακολαλάιτμηγαμήσω ενώ είχα σχολείο την επομένη, όταν έκλαιγα γιατί δε μ'άφηνε να κοιμηθώ [α ναι, όταν έδινε πανελλήνιες, την είχαμε στο σπίτι μας], όταν έκλαιγα γιατί μου έλεγε πως το σπίτι που μεγάλωνα και ζούσα δεν ήταν δικό μου, όταν όταν όταν. Ε τέλος πάντων τη στηρίξαμε.
Το σπίτι που έμενε στη Θεσσαλονίκη, ήτο ιδιόκτητον. Αρχικά έμενε με μία τρομακτική γυναίκα των σπηλαίων, που τα παράτησε κι έγινε καλόγρια. Δεν την αδικώ. Εγώ ήμουν στο τσακ να τα παρατήσω και να γίνω χάμστερ, όσο μέναμε μαζί. Που βασικά εγώ έμενα στο σπίτι της τις καθημερινές κι αυτή ερχόταν τα σαββατοκύριακα [εννοείται δε πως ως γνήσια σταχτομπούτα, καθάριζα ενδελεχώς]. Ναι, τέλος πάντων, μετά της αγόρασαν σπίτι με θέα όλη την πόλη [που βέβαια πια έχουν χτιστεί πολυκατοικίες κι είναι η μοναδική περίπτωση που χαίρομαι για την αντιπαροχή].
Αυτό το καριόλι, λοιπόν, με έχει υβρίσει πολλάκις. Και μέσω του βλογ που αμφιβάλλω για το ότι διαβάζει, θέλω να της πω πως την περιμένω για μαδομούνι το συντομότερο δυνατόν.
Καλή ανάστα.