Ειλικρινά, ποτέ δεν κατάλαβα ποιος ΗΛΙΘΙΟΣ είχε την υπέρτατα βλακώδη ιδέα να ονομάσει μια τέτοια εποχή καλοκαίρι. Είναι λέξη σύνθετη και υποθέτω ότι στα απείρως αποχαυνωμένα μάτια του θα σήμαινε "καλός καιρός".
"Ε έλα μωρέ, έχει ζέστη, θα ζεσταθεί το κοκαλάκι μας, θα πάμε στη θάλασσα, θα είμαστε όλη μέρα έξω" μπλα.
Είσαι ζώον. Διότι δεν έχει ζέστη, έχει [υπό σκιάν, σημείωσε] τη θερμοκρασία που αν ανεβάσεις, σε πάνε στο νοσοκομείο όσο εσύ παραληρείς. Το κοκαλάκι δε θα ζεσταθεί απλά, αλλά θα κοχλάζει το μεδούλι μέσα του ενώ το σώμα σου θα έχει αυτοαποτεφρωθεί [αλήθεια, έχει τελικά νομιμοποιηθεί η καύση των νεκρών;]. Στη θάλασσα και να πας, θα ψήνεσαι αλατισμένος/η στους πενηνταφεύγα βαθμούς, μέχρι να μεταμορφωθείς ολόκληρος σε κακοήθη όγκο ή στην καλύτερη των περιπτώσεων, σε ένα γλυκύτατο σάρκωμα. Μπαίνεις στο νερό και μαρινάρεσαι στο κάτουρο εκατομμυρίων γιαγιάδων και παππούδων που ξυπνήσανε πριν το χάρο [εκεί γύρω στις πέντε] και μέχρι τις δέκα μάξιμαμ, φρόντισαν να εξαπολύσουν τόνους σωματικών υγρών στο πέλαγος. Επίσης ενίοτε πρέπει να κολυμπήσεις ένα χιλιόμετρο μέσα σε δισεκατομμύρια μαύρα σαν πίσσα φύκια και λάσπη -επειδή έχει και εκβολές ποταμού κάπου εκεί γύρω- μέχρι να φτάσεις πιο μέσα [λογικά έχεις ήδη πιάσει γκρίζα ζώνη], όπου σε υποδέχονται φρικαλέες μέδουσες, ανεξήγητα πρωτόγονα υδρόβια, πεόψαρα που μαστιγώνουν τα πόδια σου, μία γιαγιά που αναδύεται ξαφνικά απ'το πουθενά, τρεις φίλες της που πιστεύουν ότι είδανε καρχαρία, ένα παιδί με μάσκα και αναπνευστήρα που περνάει το χούχου σου για μαρίδα και το βουτάει με την απόχη, γλάροι από πάνω σου που ξυπνά ο γύπας μέσα τους, ένας αχινός που εξώκειλε και αποφάσισε να ανοίξει το σπιτικό του στην άμμο, μία καπότα κι ένας παπάς.
Κι έπειτα βγαίνεις προσπαθώντας να μη σου βγει το μαγιό κι έχουμε θεοφάνεια. Ποιος θα πιάσει το στραβό; Θα'ναι ο τυχερός, ελάτε με τη βάρκα της ευλογημένης. Προσπερνάς παιδάκια χωρίς αντιηλιακό, που χτίζουν προκάτ κάστρα με τοταλμάν πλαστίκ κουβαδάκι και τσουγκράνα κατακόκκινα, οικτίροντάς τα για τον πόνο που θα τραβήξουν μετά. "Έλα, θα γίνει μαύρισμα." Α ναι, το λένε μελάνωμα. Σέρνεσαι μαζί με όλη την άμμο της παραλίας μέχρι την ομπρέλα [που μπορεί και 1. να'χει φύγει απ'τον αέρα 2. να'χεις πληρώσει ένα μεροκάματο 3. να είναι η λάθος ομπρέλα 4. να'ναι η σωστή, αλλά να έχουν μπερδευτεί άλλοι, ένεκα η ντάλα και να'χουν κατσικωθεί στη δική σου], για να ανακαλύψεις ότι σου έχουν κλέψει το κινητό. Και να πεις ότι ήταν κανένα της προκοπής, πάει στο διάολο. Αυτό το σόνυ-έριξον με το λαστιχάκι απ'το μπέικον που πήρες τις προάλλες, να συγκρατεί την μπαταρία, γιατί να σ'το κλέψουν;
Κι άιντε να περιμένεις μέχρι να αποσαθρωθεί η παραλία που μαζεύτηκε ολάκερη ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιώνε και ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ; ΑΜΜΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΜΑΓΙΟ;;
Η απάντηση είναι "ναι". Διότι ως γνωστόν, το καλοκαίρι είναι εκτός όλων των άλλων και η πιο ερωτική εποχή. Είναι τώρα που το μέτωπο γίνεται παρκέ απ'τη λιπαρότητα και μπορεί ο άλλος να καθρεφτιστεί επάνω σου, πλέον κυριολεκτικά. Οι μονίμως υγραί μασχάλαι δίδουσι έναν αέρα ευρώπης, διότι στην Πράγα τέτοιο καιρό βρέχει και φυσικά η Πράγα είναι το Παρίσι του πρώην ανατολικού μπλοκ. Αντιστοίχως, η Σμύρνη ήταν το Παρίσι της Μικράς Ασίας, η Κωνσταντινούπολη το Παρίσι της ανατολής, το Σβίλεγκραντ το Παρίσι των Βαλκανίων, το Άνω Περτούλι το Παρίσι της Θεσσαλίας, το Χαϊδάρι το Παρίσι της Αθήνας και το Παρίσι το Παρίσι της Γαλλίας. Χα, μόλις πήγα να τη γράψω "Φαλλία". Πόσο λάθος τυπογραφικό.
Μήπως πρέπει να επανέλθει ο όρος θέρος; Θέτε να γίνομε κίνημα;